καπνεργατικός

καπνεργατικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους καπνεργάτες ή στην κατεργασία τών καπνών («καπνεργατικό ζήτημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνεργατικά
τα έξοδα τής κατεργασίας τών καπνών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπνεργατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνεργάτη: Σύστησαν καπνεργατικό ταμείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνεργατικά — τα βλ. καπνεργατικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”